- φιλοφροσύνης
- φιλόφρωνkindly disposedfem gen sg (attic epic ionic)φιλοφρόσυνοςfem gen sg (attic epic ionic)φιλοφροσύνηfriendlinessfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… … Dictionary of Greek
παιδίος — παιδίος, ὁ (Α) βαρβαρισμός αντί παιδίον («ἔνιοι δὲ φασι, τὸν μὲν προφήτην ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῑν [τὸν Ἀλέξανδρον] μετά τινος φιλοφροσύνης... είπεῑν, ὦ παιδίος, ἀντὶ τοῡ νῡ τῷ σῑγμα χρησάμενον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παρντόν — και μπαρντόν και μπαρδόν και παρδόν 1. (σε εκφράσεις φιλοφροσύνης) συγγνώμη, με συγχωρείτε 2. (ερωτημ.) πώς είπατε; [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pardon] … Dictionary of Greek
πατριότης — ἡ, Μ (ως έκφραση φιλοφροσύνης προς κληρικούς) η ιδιότητα τού πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < πατ(ε)ριότης < πάτερ, κλητ. τού πατήρ] … Dictionary of Greek
φιλανθρώπευμα — εύματος, τὸ, ΜΑ [φιλανθρωπεύομαι] φιλανθρωπινή πράξη, φιλανθρωπία («σεισάχθειαν ὀνομάσαι τὸ φιλανθρώπευμα τοῡτο», Πλούτ.) αρχ. πράξη φιλοφροσύνης και αβρότητας … Dictionary of Greek
αρχοντικό — Η κατοικία ή το κτήμα του άρχοντα. Σε πολλά χωριά της Κρήτης με το όνομα αυτό εννοείται η συνοικία ή το μέρος του χωριού, όπου υπήρχε άλλοτε το μέγαρο άρχοντα φεουδάρχη, Βυζαντινού, Βενετού ή Κρητικού. Γνωστή είναι η έκφραση φιλοφροσύνης: «Σε… … Dictionary of Greek
φιλοφρόνημα — το, ατος πράξη ή ένδειξη φιλοφροσύνης, φιλοφρόνηση, περιποίηση, κομπλιμέντο: Στη δεξίωσή του έκανε φιλοφρονήματα στους καλεσμένους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)